- ἀναπεπταμένᾶς
- ἀνα-πεπταμένᾶς see ἀναπετάννῦμι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀναπεπταμένας — ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπεπταμένος explicitly fem acc pl ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπεπταμένος explicitly fem gen sg (doric aeolic) ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπετάννυμι spread out perf part mp fem acc pl ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπετάννυμι spread out perf part mp fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλη — Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή… … Dictionary of Greek